ἐλεῇ — ἐλεάω pres subj mp 2nd sg (doric) ἐλεάω pres ind mp 2nd sg (doric) ἐλεάω pres subj act 3rd sg (doric) ἐλεάω pres ind act 3rd sg (doric) ἐλεάω pres subj mp 2nd sg (epic ionic) ἐλεάω pres ind mp 2nd sg (epic ionic) ἐλεάω pres subj act 3rd sg (epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐλέη — Ἔλεος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλεος — το ελέους, πληθ. ελέη,1. οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια, πονοψυχιά. 2. φιλανθρωπία, ελεημοσύνη, βοήθημα: Αδερφές του ελέους. 3. απόλυτη διάθεση, αυθαίρετη θέληση: Οι άμαχοι βρέθηκαν στο έλεος των κατακτητών. 4. ούτε ελάχιστο, ούτε όσο αρκεί για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
God Save the Queen — This article is about the anthem. For other uses, see God Save the Queen (disambiguation). God Save the Queen Publication of an early version in The Gentleman s Magazine, 15 October 1745. The title, on the Contents page, is given as God save our… … Wikipedia
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
έλεος — το και έλεος, ο (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) Ι. έλεος, ο (Α ἔλεος) η τραγική συγκίνηση, η συμπόνια που νιώθει ο θεατής τής τραγωδίας για τον αναξιοπαθούντα τραγικό ήρωα II. έλεος, το (ΑΜ ἔλεος, το Α ἔλεος, ο) 1. συμπόνια, οίκτος 2. ελεημοσύνη 3. η… … Dictionary of Greek
μνήμων — ον (ΑΜ μνήμων, ον, Α δωρ. τ. μνάμων) 1. αυτός που θυμάται κάποιον ή κάτι ή αυτός που σκέπτεται κάποιον ή κάτι («κακών τε μνήμονες, σεμναὶ καὶ δυσπαρήγοροι βροτοῑς», Αισχύλ.) 2. αυτός που θυμάται εύκολα, αυτός που έχει πολύ καλή μνήμη, αυτός που… … Dictionary of Greek
νουμμοδότης — και νουμοδότης, ὁ (Μ) εκκλησιαστικό αξίωμα τού οποίου ο κάτοχος είχε καθήκον να παρέχει στους κληρικούς και τους φτωχούς ελέη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦμμος «είδος νομίσματος» + δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο δότης, νομο δότης] … Dictionary of Greek
οργητύς — ὀργητύς, ύος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀργῶ + επίθημα τύς (πρβλ. βοη τύς, ελεη τύς)] … Dictionary of Greek
πλούσιος — α, ο / πλούσιος, ία, ιον, ΝΜΑ, και πλούτιος Α 1. αυτός που έχει πολύ υλικό πλούτο, μεγάλη κινητή ή ακίνητη περιουσία, εύπορος 2. αυτός που έχει σε μεγάλη αφθονία, σε πλησμονή, ένα πράγμα ή μια ιδιότητα (α. «οι ομορφιές τσ ήσαν πολλές, τα κάλλη τζ … Dictionary of Greek